- ενδοιαστικός
- -ή, -ό (AM ἐνδοιαστικός, -ή, -όν)1. διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος («ἐνδοιαστική ἐπίκρισις», Ερμογ.)2. γραμμ. «ενδοιαστικές προτάσεις» — αυτές που δηλώνουν ενδοιασμό, φόβο ή υποψία μήπως γίνει κάτι ανεπιθύμητο ή μήπως δεν γίνει κάτι επιθυμητό.
Dictionary of Greek. 2013.